- γυναίου
- γύναιονmade to a womanneut gen sgγύναιοςmade to a womanmasc/neut gen sgγύναιοςmade to a womanneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
мьньшица — МЬНЬШИЦ|А (2*), Ѣ (А) с. Младшая жена, наложница: Имѣ˫а двѣ женѣ. да сѧ иженить меншица съ своими дѣтми. и да тепетсѧ твердъ. (τοῦ ἐπεισοκτον γυναίου) ЗС XIV, 26 об.; Кончакъ же то видивъ. занѣ ѹтече чересъ дорогѹ. и мьншицю его ˫аша и ѡного… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κλειδοφύλακας — ο, η, (Α κλειδοφύλαξ, ακος) αυτός που κρατά τα κλειδιά, κλειδούχος («ἀνοιγείσης τῆς θύρας ὑπὸ τοῡ κλειδοφύλακος ἐμπεπιστευμένου γυναίου», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek
παρεντρίβω — Α [εντρίβω] τρίβω κάτι από τα πλάγια, τρίβω την άκρη ενός πράγματος («παρενέτριψεν αὐτοῡ τήν πλευρὰν τῇ πλευρᾷ τοῡ γυναίου», Επιφάν.) … Dictionary of Greek
πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… … Dictionary of Greek